μορφωσιμότητα

μορφωσιμότητα
η
(παιδαγ.) όρος που δηλώνει τον βαθμό τής δυνατότητας την οποία παρουσιάζουν οι ανθρώπινες καταβολές να αναπτυχθούν και να διαπλαστούν υπό την επίδραση τού περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. μορφώσιμος (< μορφώνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”